-
1 κυδαίνω
Aκυδᾰνῶ Lyc.721
, etc.: [dialect] Ep. [tense] aor.κύδηνα Il.23.793
; [dialect] Dor.ἐκύδᾱνα Pi.P.1.31
: ([etym.] κῦδος):— give or do honour to, τινα Il.10.69, 13.348, 350;ἠμὲν κυδῆναι θνητὸν βροτὸν ἠδὲ κακῶσαι Od.16.212
;Ζεύς, ὅς μιν.. τίμα καὶ κύδαινε Il.15.612
; [Αἰνείαν] ἀκέοντό τε κύδαινόν τε they healed and glorified him, by restoring strength and beauty, 5.448;πάλᾳ κυδαίνων Τεγέαν Pi.O.10(11).66
, cf.P.1.31;πατρίδα κ. Simon. 151
;σφ' ἀρετὴ κυδαίνουσ' ἀνάγει.. ἐξ Ἀΐδεω Id.99.4
;πρὸ τοῦ κήπου κ. τὸν περίπατον Plu.2.635a
.III seldom in bad sense, flatter, fawn upon, Hes.Op.38, cj. in Max.Tyr. 20.1.IV [voice] Med., pride oneself,ἐπὶ πατράσι Onos.1.24
.—Poet. and late Prose.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυδαίνω
См. также в других словарях:
υιός — ο / υἱός, ΝΜΑ, και άχρηστος τ. υἱεύς, και βοιωτ. τ. ὑειός, και λακων. τ. υἱύς, και ὑός, και ὑύς, και Fhιός και συνηρ. τ. ὕς, Α (λόγιος τ.) 1. το αρσενικό παιδί, ο γιος (α. «θετός υιός» β. «Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) εκκλ. «ο υιός… … Dictionary of Greek